- Γκεστάπο
- (Gestapo). Συντομογραφία της Geheime Staatapolizei (Μυστική Κρατική Αστυνομία). Κοινή ονομασία της αστυνομίας του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος. Βλ. λ. Χίμλερ, Χάινριχ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χίμλερ, Χάινριχ — (Himmler, 1900 – 1945). Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής, αρχηγός των Ες Ες και της Γκεστάπο. Σπούδασε αγρονόμος στο Μόναχο, στην εκεί τεχνική σχολή και πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ως στρατιώτης του Βαβαρικού πεζικού. Το 1919 ασπάστηκε τα… … Dictionary of Greek
Αλμπβάκ, Μορίς — (Maurice Halbwachs, Ρενς 1877 – στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Γερμανία 1945). Γάλλος κοινωνιολόγος. Οπαδός του Μπερξόν, στράφηκε πολύ νωρίς στη μελέτη των κοινωνικών επιστημών, συνεργάστηκε στην Annιe sociologique και δούλεψε με τους… … Dictionary of Greek
Κράισκι, Μπρούνο — (Bruno Kreisky, Βιέννη 1911 – 1990). Αυστριακός πολιτικός, εβραϊκής καταγωγής. Σε ηλικία 16 ετών προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Όταν το φασιστικό καθεστώς του Ένγκελμπερτ Ντόλφους ανακήρυξε το τελευταίο παράνομο (1934), ο Κ. ίδρυσε μαζί με… … Dictionary of Greek
Νένι, Πιέτρο — (Pietro Nenni, Φαέντσα 1891 – 1980). Ιταλός πολιτικός και δημοσιογράφος. Μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος το 1921 και διευθυντής του δημοσιογραφικού οργάνου του Avanti! το 1923, συνελήφθη πολλές φορές από τη φασιστική κυβέρνηση και το 1926, μετά… … Dictionary of Greek
Φαλκενχάουζεν, Αλέξανδρος φον — (Falkenhausen, 1878 – 1966). Γερμανός στρατηγός. Την περίοδο 1933 38 διετέλεσε αρχηγός της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στον Τσανγκ Κάι Σεκ και το 1940 διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Βόρειας Γαλλίας.… … Dictionary of Greek